Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Η μπόσα νόβα ενός λευκού σεντονιού

 Ξημερώματα Χριστουγέννων και ξυπνάς από τα κάλαντα και τις παιδικές φωνές στους δρόμους.Όσο μηδενιστής κι αν είσαι κάτι τέτοιες γιορτινές μέρες νοσταλγείς όλα τα εορταστικά και πατροπαράδοτα κλισέ και είσαι έτοιμος να αναπαράγεις τη γνωστή και κοινώς αποδεκτή τελετουργία που ξεκινάει με στόλισμα δέντρου σε μουσική υπόκρουση Βανδή και Mariah Carey,συνεχίζει με home alone και guests εμφανίσεις στα μεσημεριανάδικα και καταλήγει με εσένα εκτός προυπολογισμού να σιχτιρίζεις Χριστούς και Παναγίες.Και κάπου εκεί ανάμεσα στην αγορά γαλοπούλας,τις χριστουγεννιάτικες μελωδίες του easy και τα 3ημερα προσφορών σε γνωστά σουπερμάρκετ,έρχεται η ώρα να κάνεις τον απολογισμό της χρονιάς σου.Η τηλεόραση στη διαπασόν"Λε λε λευτεριά λευτεριά στην Παλαιστίνη"γιατί πάνω απ όλα είναι μέρες γιορτινές και η τηλεφιλανθρωπία είναι must."Χαμήλωνε ρε μάναα..".Είχαμε μείνει,λοιπόν,στον απολογισμό της περασμένης χρονιάς,όμως προηγείται ένα γρήγορο scroll down στην αρχική.                  Στην τηλεόραση κληρώνεται ένα ένας φούρνος μικροκυμάτων σε συνδυασμό με όλα τα έξοδα για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι."Χαμήλωνε ρε μάνα!!!".Το fb προνοώντας για εσένα σε βγάζει από τη δύσκολη θέση:"Δείτε την ανασκόπηση της χρονιάς σας",μιας χρονιάς γεμάτης #hastags και check in και #swag και #yolo.Όμως εγώ τη θυμάμαι λίγο διαφορετικά.Θυμάμαι μιζέρια και ανεργία και πολιτική αστάθεια και 1η φορά αριστερά κι έπειτα 2η φορά αριστερά κι "αυτό θα μας φάει τον Έλληνα,ο Έλληνας τον Έλληνα..."κι ύστερα κινητοποιήσεις για το προσφυγικό κι απόψεις να διίστανται και τους τηλεοπτικούς ειδήμονες να αναπαράγουν φόβο και τους τζιχαντιστές να οργιάζουν και στο καπάκι τρομοκρατικά χτυπήματα και #prayforParis και θεωρίες συνωμοσίας και ρευστό ούτε για δείγμα για τους λογαριασμούς και πάλι μέσα το σκ γιατί δεν έχουμε μία και δώσ΄του απολύσεις και "Γιατί δε με προσέλαβαν;" και "Γιατί δε με πήραν στο μεταπτυχιακό;"και "γιατί με ξανάκοψε με 5 ο παπάρας;"...Είμαστε όλοι στον κύκλο.Στον κύκλο του 99.Δεν ξέρω πως μπήκαμε ούτε και πώς θα βγούμε.Γνωρίζω πολλούς που μπήκαν κι ελάχιστους που κατάφεραν να βγουν...και ξέρω ακόμα λιγότερους που συνειδητοποίησαν ότι βρίσκονται μέσα.Γιατί ο κύκλος αυτός είναι μια παγίδα .Μπαίνεις εύκολα χωρίς να καταλάβεις πώς και και συνήθως δεν καταφέρνεις ποτέ να βγεις,όχι γιατί δεν μπορείς,αλλά γιατί εσύ ο ίδιος δεν το θέλεις.

  Ο Μπουκάι στο τέλος των συνεδριάσεων του,συνήθιζε να λέει στους ασθενείς του μια ιστορία:Zoύσε κάποτε πριν πολλά χρόνια ένας βασιλιάς πολύ θλιμμένος που είχε έναν υπηρέτη χαρούμενο κι αισιόδοξο.Κάθε πρωί ξυπνούσε το βασιλιά πηγαίνοντάς του το πρόγευμα τραγουδώντας και χαρούμενα στιχάκια και κάνοντας αστείους μορφασμούς.Η ζωή του φαινόταν τόσο ήρεμη κι ευτυχισμένη ώσπου μια μέρα ο βασιλιάς δεν άντεξε και τον ρώτησε                                                                                                                                                               -Μπορείς να μου πεις ποιο στον πούτσο είναι το μυστικό σου;                           
      -Ποιο μυστικό Μεγαλειότατε;
     -Το μυστικό της ευτυχίας σου.
     -Μα δεν υπάρχει μυστικό.
     -Και πώς καταφέρνεις βρε ανόητε κι όλη μέρα είσαι τόσο κεφάτος;
     -Μα μεγαλειότατε η ζωή ήταν τόσο γενναιόδωρη μαζί μου.Η Λαμπροσύνη σας με τιμά τιμά και με έχει στην υπηρεσία σας,με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου μένουμε σε ένα ωραίο σπίτι που μας έχει παραχωρήσει το παλάτι,η Μεγαλειότητά σας μας προσφέρει ρούχα και φαΐ και δωρεάν εκπαίδευση κι ένα μικρό μηνιαίο επίδομα που ικανοποιεί όλες τις επιθυμίες μας.Πώς να μην είμαι ευτυχισμένος;
   -Χάσου από μπροστά μου μαλάκα πριν φωνάξω το δήμιο!Γελοίε καραγκιόζη!
  Του βασιλιά του φαινόταν παράλογο ο βαλές του να είναι τόσο ευτυχισμένος ζώντας σε δανεικό σπίτι,τρώγοντας τα περισσεύματα των αυλικών και φορώντας ρούχα από δεύτερο χέρι.Έτσι,αφού κατάφερε να ηρεμήσει φώναξε τον πιο σοφό σύμβουλό του.  
-Πες μου γέροντα, γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος?

-Α, Μεγαλειότατε, επειδή προφανώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο.-Έξω από πού?
-Μα από τον κύκλο.-Γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος?
-Όχι μεγαλειότατε, γι αυτό δεν είναι δυστυχισμένος.
-Δεν καταλαβαίνω γέροντα. Δηλαδή όποιος είναι στον κύκλο είναι δυστυχής?Εγώ είμαι δυστυχής διότι είμαι μέσα στον κύκλο?
-Ακριβώς βασιλιά μου. 
-Και πώς βγήκε?
-Δεν μπήκε ποτέ.
-Βάλθηκες να με τρελάνεις κι εσύ γέροντα. Τι στην οργή κύκλος είναι αυτόςκαι γιατί μας προκαλεί θλίψη?-Είναι ο κύκλος του ενενήντα εννέα.
-Και πώς λειτουργεί αυτός ο διαολόκυκλος?
-Μεγαλειότατε είναι δύσκολο να σας τον εξηγήσω με λόγια, μπορώ όμως να σας
τον δείξω στην πράξη.
-Δηλαδή τι θα κάνεις?
-Αν μου επιτρέψετε θα βάλω τον υπηρέτη σας στον κύκλο.
-Πώς δηλαδή, θα τον σπρώξεις? είπε ο βασιλιάς κοροϊδευτικά.-Δεν θα χρειαστεί βασιλιά μου. Αν βρει την ευκαιρία θα μπει μόνος του.-Και καλά, όταν μπει δεν θα δει ότι αυτό τον έκανε δυστυχισμένο, ώστε ναβγει κατ´ ευθείαν?
-Θα το αντιληφθεί, αλλά δεν θα θέλει να φύγει.-Δηλαδή μου λες ότι θα καταλάβει πως αν μπει στον κύκλο θα δυστυχήσει, αλλάπαρ´ όλα αυτά θα μπει οικειοθελώς και δεν πρόκειται να ξαναβγεί?
-Ακριβώς Μεγαλειότατε. Κανένας δεν θέλει να βγει από τον κύκλο του ενενήνταεννέα. Όσο και αν τον κάνει δυστυχισμένο. Θα μάθεις λοιπόν πώς λειτουργεί οκύκλος, αλλά εσύ θα χάσεις έναν εξαίρετο υπηρέτη και το παλάτι ένανχαρούμενο άνθρωπο.
-Δεν με νοιάζει. Τι πρέπει να κάνουμε? Πότε ξεκινάμε?
-Σήμερα το βράδυ βασιλιά μου. Θα περάσω να σε πάρω. Θα έχεις ετοιμάσει ένασακί με ενενήντα εννέα φλουριά. Ούτε ένα περισσότερο, ούτε ένα λιγότερο.Πράγματι, την νύχτα ο σοφός πέρασε να πάρει τον βασιλιά. Πήγαν μαζί στοσπιτάκι του υπηρέτη, στην άκρη της αυλής του παλατιού, κρύφτηκαν καιπερίμεναν να ξημερώσει. Μόλις αχνοφέγγισε και άναψε στο δωμάτιο ένα κερί, οσοφός έβαλε στο σακούλι ένα μήνυμα που έλεγε:Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΟΝ! ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΩΣ ΤΟΝ ΒΡΗΚΕΣ!Έδεσε το σακί στην πόρτα του υπηρέτη, χτύπησε δύο φορές και έτρεξε ναξανακρυφτεί. Όταν υπηρέτης βγήκε ξαφνιασμένος, ο βασιλιάς παρακολουθούσεπίσω από έναν θάμνο. Τον είδε να διαβάζει το μήνυμα και να ανοίγει τοπουγκί. Είδε την έκπληξη στο πρόσωπό του, τον αρχικό φόβο, την καχύποπτη,ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω. Τον είδε να σφίγγει το πουγκίστην αγκαλιά του, να ανοίγει το πουκάμισο και να το βάζει στο στήθος του,να χώνεται γρήγορα σπίτι του. Μόλις άκουσαν την κλειδαριά ναδιπλοαμπαρώνει, ο βασιλιάς με τον σοφό πλησίασαν στο παράθυρο για νακατασκοπεύσουν. Ο υπηρέτης είχε ρίξει στο πάτωμα τα πιατικά που ήσαν στοτραπέζι, αφήνοντας μόνο το κερί. Καθισμένος σε μια καρέκλα άδειαζε τοπεριεχόμενο. Τα μάτια ήταν γουρλωμένα, κόντευαν να βγουν έξω από τις κόγχες.Ήταν φανερό δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ένα βουνό από χρυσάφλουριά. Ένας θησαυρός. Όλος δικός του. Αυτός που δεν είχε ποτέ ως τώραστη ζωή ακουμπήσει έστω ένα χρυσό φλουρί, τώρα είχε ένα μικρό βουνό απόαυτά. Δικά του! Άρχισε να τα χαζεύει και να τα κάνει στίβες. Τα κοίταζε πώςάστραφταν στο φως του κεριού και χαζογελούσε. Τα συγκέντρωνε, τα σκόρπιζεγια να ακούει το κουδούνισμά τους. Και όλο χαμογελούσε. Παίζοντας άρχισε νατοποθετεί σε στίβες των δέκα. Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρείς, τέσσερις,πέντε, έξι...Ταυτόχρονα έκανε και το άθροισμα. Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα,ογδόντα, ενενήντα, εκατ...πού είναι το τελευταίο? Ξαναμετρά μία μία τιςστίβες να βρει το λάθος, τίποτα. Τα στήνει σε κολώνες, την μία δίπλα στηνάλλη, μήπως κάποια προεξέχει...Τίποτα. Η τελευταία κολώνα ελλειμματική. Μόνοεννέα φλουριά. Κοιτάζει ερευνητικά το τραπέζι, σηκώνει το κερί, γυρίζει τομέσα έξω στο σακούλι...Τίποτα. Γονατίζει και αρχίζει να ψάχνει στο πάτωμα.Δεν μπορεί τα φλουριά ΕΠΡΕΠΕ να είναι εκατό
.-Δεν είναι δυνατόν, μονολογούσε όσο έψαχνε. Κάπου πρέπει να μουέπεσε...κάπου πρέπει να είναι. Με λήστεψαν! Αλήτες! Κερατάδες! Με κλέψανε!
Γονατισμένος, κοιτούσε πάνω στο τραπέζι, έβλεπε τις κολώνες με τα φλουριάκαι αισθανόταν πως κάτι του είχε διαφύγει. Δεν μπορεί, κάπου έκανε λάθος.Αδύνατον η μία κολώνα να είναι κουτσή. Αλλά το φλουρί που έλειπε, πουθενά.Τελικά σαν να το πήρε απόφαση. 99 φλουριά, είναι πολλάλεφτά... συλλογίστηκε. Μπορώ να ζήσω την υπόλοιπη ζωή σανάρχοντας... συνέχισε. Αλλά δεν είναι στρογγυλός αριθμός, ρε γαμώτο. Τοεκατό, μάλιστα, είναι στρογγυλός αριθμός. Τώρα, μου λείπει ένα.Ο βασιλιάς και ο σοφός σύμβουλος κοιτούσαν από το παράθυρο. Το πρόσωπο τουυπηρέτη δεν ήταν το ίδιο. Ήταν σκεπτικός, σκυθρωπός με χείλη στενά,τραβηγμένα. Με μάτια μισόκλειστα, έξυνε το κεφάλι του. Κάτι σκεπτόταν. Μάζεψετα φλουριά στο σακούλι και κοιτάζοντας καχύποπτα ολόγυρα, το έκρυψεπροσεκτικά, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πίσω από ένα σωρό καυσόξυλα. Ύστεραπήρε χαρτί και μολύβι και κάθισε να κάνει λογαριασμούς.Πόσο καιρό πρέπει να κάνω οικονομίες, ώστε να αποκτήσω και το εκατοστόφλουρί? Ο υπηρέτης μιλούσε μόνος, παραμιλούσε ασυναίσθητα. Θα βρω καιδεύτερη δουλειά, θα δουλέψω σκληρά για ένα διάστημα, μέχρι να το κερδίσω.Μετά όμως μεγάλε... άραγμα. Ναι, με εκατό φλουριά, μπορεί ένας άνθρωπος ναμην δουλεύει. Μπορεί να ζει δίχως σκοτούρες. Είσαι πλούσιος! Είσαιάρχοντας! Δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις... αγόρι μου! Τελείωσε τουςυπολογισμούς του. Αν δούλευε σκληρά κι έβαζε στην άκρη όλο το μηνιάτικο τουκαι ό,τι έξτρα χρήματα έπαιρνε, σε πέντε το πολύ έξι χρόνια θα μπορούσε νααγοράσει ένα χρυσό φλουρί.

-Έξι χρόνια είναι πάρα πολλά, μονολόγησε. Θα μπορούσα όμως να βάλω και τηνγυναίκα μου να δουλέψει. Κάποια δουλειά θα βρει να κάνει στην πολιτεία. Θαμπορούσε να καθαρίζει σπίτια. Αλλά κι εγώ, πέντε η ώρα τελειώνω από τοπαλάτι. Μπορώ να κάνω το βοηθό σε κανένα μάστορα, δύο τρεις ώρες μέχρι νανυχτώσει.Ξαναπιάνει το μολύβι και αρχίζει πάλι τους υπολογισμούς. Με την έξτραδουλειά τη δική του και την συνεισφορά της γυναίκας του θα μάζευε ταχρήματα για το φλουρί σε τρία χρόνια. Εξακολουθούσε να είναι πολύς, πολύςκαιρός.Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και κάποιες οικονομίες. Να πουλήσουμε αςπούμε λίγο από το φαγητό. Έτσι κι αλλιώς το πολύ φαί, κακό κάνει. Άσε πουμια και είναι τζάμπα, το ´χουμε παρακάνει. Και τα χειμωνιάτικα παπούτσια. Τιχρειάζονται? Μπαίνει η Άνοιξη. Έρχονται ζέστες. Και τα επανωφόρια μπορώ νατο πουλήσω. Να πουλήσω...Να πουλήσω...Πρέπει να γίνουν θυσίες. Άλλωστε θαπιάσουν τόπο. Σε δύο χρονάκια το πολύ θα αγοράσουμε το φλουρί που μαςλείπει και μετά...ποιός μας πιάνει μετά. Θα είμαστε πλούσιοι. Ό,τι μαςγυαλίζει θα το αγοράζουμε. Αυτό είναι. Δύο χρόνια στο τούνελ και μετά...Ο βασιλιάς και ο σύμβουλος γύρισαν στο παλάτι. Ο υπηρέτης είχε μπει στονκύκλο του ενενήντα εννέα.Τους μήνες που ακολούθησαν, ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια που είχεαποφασίσει εκείνο το πρωινό. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κακοκοιμόταν, αλλάεπέμενε στην απόφασή του. Ένα πρωινό, μπήκε με το πρωινό στο δωμάτιο τουβασιλιά, αργός, κακόκεφος, αμίλητος, όπως συνήθιζε άλλωστε τελευταία.
-Μα καλά τι έπαθες εσύ;τον ρώτησε δήθεν ανήξερος ο βασιλιάς
-Μια χαρά είμαι Μεγαλειότατε. Θέλετε τίποτε άλλο?-Μέρες έχω να σ´ ακούσω να τραγουδάς. Σου συμβαίνει κάτι?
-Αν δεν κάνω λάθος, η δουλειά μου είναι σας σερβίρω και να σας βοηθώ ναντυθείτε. Δεν κάνω τη δουλειά μου? Την κάνω και μάλιστα άψογα, συνέχισε.Δεν με προσλάβατε για γελωτοποιό ούτε για τραγουδιστή.Μετά από μερικούς μήνες, ο βασιλιάς έδιωξε τον υπηρέτη από το παλάτι. Δενείναι ευχάριστο να περιβάλλεσαι από κακόκεφους, μουρτζούφληδες υπαλλήλους. 


  Η τηλεόραση ακόμη στη διαπασόν.Τώρα παίζει ένα ντοκιμαντέρ για τους κατοίκους της Αφρικής.Ναι,αυτόν τον καταραμένο λαό που πλένεται στις λάσπες και πεινάει.Πρέπει να είναι κάποια επανάληψη από τα οδοιπορικά της Μάγιας Τσόκλη που αγόρασε μισοτιμής η κρατική τηλεόραση για να γεμίσει τις διαφημίσεις.
  Στην οθόνη ένα τσούρμο μελαμψά πιτσιρίκια ξεφωνίζουν και γελούν παίζοντας με ένα λευκό σεντόνι.Τρέχουν ανεμίζοντάς το,φτιάχνουν σκηνή και κρύβονται,τυλίγονται μέσα του και το σεντόνι να στροβιλίζεται και να φαντάζει πιο άσπρο από ποτέ μέσα στα μαύρα ασκητικά χεράκια(να μια καλη ιδέα για τους διαφημιστές απορρυπαντικών που μας έχουν φλωμώσει στα λιβάδια και τα μωρουδίστικα πωπουδάκια).Τώρα τα παιδιά παίζουν με τις σκιές και τις αντανακλάσεις που δημιουργεί ο ήλιος στο σεντόνι και πριν λίγο το είχαν κάνει κουβάρι,χόρευαν και το πετούσαν μεταξύ τους.Μα πως γίνεται να μοιάζουν τόσο ευτυχισμένα;Είναι Χριστούγεννα και δεν έχουν τίποτα παραπάνω από ένα λευκό σεντόνι...
  Στην άλλη πλευρά του πλανήτη,στον πολιτισμένο κόσμο,από μικρά,ιδίως αυτές τις γιορτινές μέρες έχουμε σχεδόν τα πάντα...γιατί σε ποιον χαλάει χατίρι ο Άι-Βασίλης;Παράλληλα,από μικρά εκπαιδευόμαστε να προσέχουμε με το λευκό γιατί είναι το χρώμα που λερώνει πιο εύκολα από όλα.Όλο και κάποια τιμωρία θα θυμάσαι για εκείνο το λευκό μπλουζάκι που λέρωσες με παγωτό ή για τα άσπρα αθλητικά που λάσπωσες εκείνο το απόγευμα μετά το σχολείο.Εκπαιδευόμαστε από μικρά να νιώθουμε ελλιπείς.Πάντοτε κάτι θα μας λείπει για για να νιώσουμε ικανοποιημένοι και δυστυχώς μόνο όταν νιώσουμε ικανοποιημένοι μπορούμε να απολαύσουμε όσα ήδη έχουμε.Κι επειδή πάντα κάτι λείπει ξαναγυρνάμε στην αρχή και δεν απολαμβανουμε τη ζωή.Κι αν όμως τα φλουριά ήταν εξαρχής 99;Το μυστικό βρίσκεται ακριβώς στη συνειδητοποίηση ότι τα 99 φλουριά είναι το 100 τοις 100 του θησαυρού.Στην ουσία δε μας λείπει τίποτα.Κανένας δε μας έκλεψε κάτι.Γιατί η ευτυχία δεν είναι στρογγυλός αριθμός.Είναι πολλοί μαζί αριθμοί παρατεταγμένοι.Γιατι η ευτυχία δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα λευκό σεντόνι...